Πληρωμή μισθών σε κουπόνια στην Κύπρο
- ΟΡΙΣΜΟΣ ΜΙΣΘΟΥ
Ο μισθός ενός εργαζομένου δίδεται από τον εργοδότη για την παρεχόμενη σε αυτόν υπηρεσία. Ο παρών νόμος ορίζει ότι “μισθός” σημαίνει κάθε χρηματική αντιμισθία που προκύπτει από απασχόληση εργοδοτούμενου και κάθε κέρδος από τέτοια απασχόληση που είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης, και περιλαμβάνει τις εισφορές ταμείων προνοίας, καθώς επίσης και την εισφορά που πρέπει να καταβάλλεται στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών, το οποίο ιδρύθηκε δυνάμει του περί Ετήσιων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου και δεν περιλαμβάνει έκτακτες προμήθειες ή κατά χάριν (ex- gratia) πληρωμές.
Σύμφωνα με την νομολογία (Διευθυντής Τμήματος Εργασιακών σχέσεων ν. Σταύρου κ.α., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 264/2018 και 265/2018, 3/7/2020), επιβεβαιώνεται ο ορισμός ως να περιλαμβάνει κάθε χρηματική αντιμισθία, κάθε παροχή οποιασδήποτε μορφής ή ονομασίας, που δίδεται ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσα εργασία, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία πώς αποκαλείται η παροχή αυτή, πλην βεβαίως των περιπτώσεων εκτάκτων προμηθειών ή κατά χάριν πληρωμών.
- ΤΡΟΠΟΙ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΜΙΣΘΟΥ
Σύμφωνα το άρθρο 3 του Νόμου οι μισθοί των εργοδοτουμένων πρέπει να πληρώνονται τοις μετρητοίς σε νόμιμο χρήμα, δηλαδή σε χαρτονομίσματα ή κέρματα, ή μέσω λογαριασμού μισθών ή με τραπεζική ή ταχυδρομική επιταγή. Το άρθρο 4 του ίδιου Νόμου επιτρέπει την πληρωμή μισθού σε είδος μόνο στις περιπτώσεις όπου αυτό είθισται να συμβαίνει στον τομέα της οικονομικής δραστηριότητας ή επαγγέλματος νοουμένου ότι είναι κατάλληλo και ωφέλιμo για τον εργοδοτούμενο ή την οικογένειά του, η αξία που αποδίδεται στα είδη είναι λογική και δίκαιη και εν πάση περιπτώση συγκατατίθεται ο εργοδοτούμενος. Δεδομένων των ανωτέρω, προκύπτει ότι ο εργοδότης μπορεί να προτείνει στον εργοδοτούμενο την παροχή του μισθού του σε είδος, τηρουμένων των προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος και πάντα με την συναίνεση του εργαζομένου.
- ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Η Κυπριακή νομολογία, επικαλούμενη το Ελληνικό Δίκαιο έχει δεχθεί ότι στην έννοια του μισθού συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα. Η παροχή που καταβάλλεται από τον εργοδότη από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση να αποτελεί αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία, εφόσον καταβάλλεται τακτικά, συνυπολογίζεται στην έννοια του μισθού. Τονίζεται δε, ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά στην νομολογία για πλήρη καταβολή του μισθού ενός εργαζομένου σε είδος και αυτό οφείλεται στις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος.
- ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΠΩΛΗΣΗΣ ΕΙΔΩΝ Ή ΥΠΗΡΕΣΙΩN
Περαιτέρω δε, οι εργοδότες και ειδικότερα αυτοί που διαθέτουν καταστήματα πώλησης ειδών ή υπηρεσιών πρέπει να λάβουν υπόψη εάν αποφασίσουν να παρέχουν την πληρωμή του μισθού σε είδος, ότι τέτοια παροχή δεν θα είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του άρθρου 7 του Νόμου. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο προνοεί ότι αν ο εργοδότης διαθέτει καταστήματα για πώληση ειδών ή υπηρεσιών προς τους εργοδοτούμενους, οι εργοδοτούμενοι δε θα υπόκεινται σε οποιαδήποτε πίεση για χρήση τέτοιων καταστημάτων ή υπηρεσιών, αφού κάτι τέτοιο υπονομεύει την ελευθερία επιλογής. Επιπλέον, πρέπει να συνεκτιμάται κατά την καταβολή μισθού σε είδος, ότι η χρήση από την οικογένεια του εργαζομένου είναι κατάλληλη, καθότι μια οικογένεια έχει μεταξύ άλλων σταθερές μηνιαίες οικονομικές υποχρεώσεις, οι οποίες δε μπορούν να καταβληθούν σε είδος αλλά μόνο χρηματικώς.
- ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΕΣ
Ιδιαίτερα σημαντική διάταξη του υπό συζήτηση Νόμου αποτελεί το άρθρο 20, το οποίο κάνει ρητή αναφορά στα αδικήματα και τις ποινές. Κάθε εργοδότης θα πρέπει να έχει υπόψη ότι οιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του Νόμου, συνιστά ποινικό αδίκημα το οποίο σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15000) ή και στις δύο αυτές ποινές. Επομένως δε, πάντοτε πρέπει να ενεργεί υπό το φως των προνοιών του Νόμου, οι οποίες εσωκλείουν αναλυτικά και ειδικά τις προϋποθέσεις εφαρμογής τους.
- ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταληκτικά, είναι πράγματι αληθές ότι οι ιδιάζουσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, επηρεαζόμενες από την παγκόσμια κατάσταση στον τομέα της υγείας έχουν αναγκάσει τους εργοδότες στη εξεύρεση εναλλακτικών μέσων προς εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων. Η καταβολή του μηνιαίου μισθού σε είδος ξεπροβάλλει για πολλούς εργοδότες ως μια λύση ανάγκης ούτως ώστε να αποφευχθούν μαζικές απολύσεις. Μια τέτοια λύση όμως πρέπει πάντοτε να συνοδεύεται από τη συγκατάθεση του εργαζομένου, καθότι δεν πρέπει να λησμονούμε το γεγονός ότι η όποια λύση πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι συμβατή με τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου αλλά και να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα του εργαζομένου, όπως το δικαίωμα ελευθερίας διάθεσης του μισθού του. Τούτων λεχθέντων αβίαστα, λοιπόν, οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι στις δύσκολες αυτές συνθήκες που διανύουμε το εργατικό δίκαιο παρίσταται πιο επίκαιρο από ποτέ, ωστόσο οι δράσεις από πλευράς εργοδοτών πρέπει να είναι εύλογες, δίκαιες και επωφελείς.
Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το Γραφείο μας, Μιχάλης Κ. Ζαμπάρτας Δικηγόροι, τηλ. 00357-22262108, info@zambartaslegal.com